Περιεχόμενα: Προηγούμενα Τεύχη
ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΝ: Ιστοριογραφικά
Τόμος 3, Μάρτιος 2003, Ιστ10
http://www.anistor.co.hol.gr/index.htm



Τα Δεινά της Αφροδίτης
Το Ιστορικό Παρασκήνιο του Kυπριακού Προβλήματος
Επισκόπηση


του
Κees Klok, doctorandus/M.A.
Ιστορικός, Ελληνιστής
Μέλος της Ολλανδικής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών

Το 1571 οι Τούρκοι κατέκτησαν την Κύπρο, ένα νησί που από τα προϊστορικά χρόνια κατοικείται στην πλειοψηφία από Έλληνες, και την κατέστησαν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ακολούθησε η εγκατάσταση Τούρκων εποίκων, οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου ανέπτυξαν εθνικιστικές τάσεις που πήραν τη μορφή σοβαρού προβλήματος τον 19ο αιώνα, όταν οι Ελληνοκύπριοι θέλησαν να ενωθεί το νησί με την Ελλάδα. Η επιθυμία αυτή είναι γνωστή με τον όρο Ένωση. Η έννοια Ένωση είναι συνδεδεμένη με τη γένεση της Μεγάλης Ιδέας, ένας αγώνας για τη δημιουργία μιας Μεγάλης Ελλάδας που θα συμπεριλάμβανε και την Κύπρο. Η επιτυχία από την εξέγερση της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ξύπνησε την επιθυμία για Ένωση και στην Κύπρο. Όσο όμως ρίζωνε βαθιά το Οθωμανικό κράτος τόσο η επιθυμία αυτή φαινόταν μάταιη, αλλά ο ερχομός των Βρετανών έθρεψε νέες ελπίδες στις τάξεις των Ελληνοκυπρίων. Ο αγώνας για ένωση και η αντίδρασή του στους κύκλους των Τουρκοκυπρίων προξένησαν το ονομαζόμενο Kυπριακό πρόβλημα που έφτασε στην αιχμή του με την τουρκική εισβολή του 1974. Έκτοτε η Κύπρος παραμένει χωρισμένη στα δύο. Σ’ αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω το ιστορικό παρασκήνιο του Kυπριακού προβλήματος.

Οι Άγγλοι δεν ήρθαν φυσικά στο νησί το 1878, εξαιτίας της φήμης για τη γενέτειρα της Αφροδίτης, αλλά για στρατηγικούς λόγους, όπως: η επέκταση της βρετανικής επιρροής στην Εγγύς Ανατολή, συγκεκριμένα στη Διώρυγα του Σουέζ και η υποστήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενάντια στους καταπιεστές Ρώσους. Σε αντάλλαγμα με την υπόσχεση στρατιωτικής υποστήριξης προς την Κωνσταντινούπολη, η Αγγλία ανέλαβε την de facto διακυβέρνηση της Κύπρου, η οποία επίσημα παρέμεινε κάτω από οθωμανική επικυριαρχία. Στις 12 Ιουλίου 1878 ανέλαβε ο πρώτος βρετανός Κυβερνήτης τη διοίκηση στη Λευκωσία. Ο λαός, μαζί κι οι Τούρκοι, τον δέχτηκε με ενθουσιασμό, γιατί περίμενε μια πιο φιλελεύθερη εξουσία, με λιγότερη διαφθορά και με ένα πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα.

Ο ερχομός των Βρετανών επίσης τροφοδότησε την ελπίδα στους Έλληνες πως η ιδέα της Ένωσης πλησίασε κοντύτερα. Άλλωστε η Μεγάλη Βρετανία ήταν αυτή που προσάρτησε τα Ιόνια νησιά στην Ελλάδα το 1864, μετά από μια σχετικά μικρή περίοδο αγγλικής διοίκησης. Η ανάληψη της διοίκησης είχε ως συνέπεια επίσης και το γεγονός ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν αποτελούσαν πια την κυρίαρχη εθνότητα. Επειδή μάλιστα ο δεσμός με την Τουρκία είχε κοπεί, έγιναν ξαφνικά μια μικρή μειονότητα σε σχέση με τους Ελληνοκύπριους. Υπήρξε περισσότερη ελευθερία λόγου αλλά όχι πλήρης, όμως η πολιτική της φορολογίας παρέμεινε σκληρή. Συν τοις άλλοις οι Βρετανοί αποδείχτηκαν "βαρήκοοι" στο θέμα Ένωση, και η αποικιοκρατία είχε δομηθεί έτσι, ώστε ο λαός μπορούσε να συμμετάσχει στις συζητήσεις, αλλά όχι και στις αποφάσεις. Συστάθηκε ένα Νομοθετικό Συμβούλιο που είχε περισσότερο συμβουλευτικό χαρακτήρα παρά νομοθετικό. Ο Κυβερνήτης είχε σε κάθε περίπτωση τον τελευταίο λόγο. Αντίθετα, το όργανο αυτό αποδείχτηκε ιδιαίτερα κατάλληλο για να ερίζουν μεταξύ τους οι Έλληνες και οι Τούρκοι. Τα εκλεγμένα τουρκικά μέλη και τα διορισμένα αγγλικά μαζί ήταν ισάριθμα με τα εκλεγμένα ελληνικά μέλη. Έτσι, οι Άγγλοι μπορούσαν με την υποστήριξη της τουρκικής μειοψηφίας να παρεμποδίζουν ανεπιθύμητες ελληνικές προτάσεις. Αυτή ήταν η κατάσταση που θα έπαιζε αποφασιστικό ρόλο στην περαιτέρω ιστορία της Κύπρου, γιατί μια μικρή μειονότητα μπορούσε να ασκεί μια άνισα μεγάλη επιρροή.

Όσον αφορά στους φόρους, κυρίως ο ονομαζόμενος φόρος υποτέλειας δημιούργησε πρόβλημα. Όταν ανέλαβαν οι Άγγλοι την εξουσία είχε οριστεί ότι θα πλήρωναν στους Τούρκους ένα χρηματικό ποσό από τη διαφορά που θα προέκυπτε από τα έσοδα και έξοδα του οθωμανικού ταμείου, κατά τα τελευταία πέντε χρόνια της διακυβέρνησής τους στο νησί. Οι Βρετανοί όμως ανάγκασαν τους Ελληνοκύπριους όχι μόνο να πληρώσουν το ποσό αυτό, αλλά τους επέβαλαν και έναν ετήσιο φόρο για να εξασφαλίζουν τις υποχρεώσεις του φόρου υποτέλειας. Αυτή η υποχρέωση που ήταν πάρα πολύ άδικη, και προ πάντων αποτελούσε ένα σοβαρό εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη, καταργήθηκε μόλις το 1927 (1).

Οι Βρετανοί άρχισαν να βελτιώνουν το συγκοινωνιακό δίκτυο, την εκπαίδευση και να προωθούν τη γεωργία, αλλ’ όμως η ανάπτυξη της οικονομίας παρέμεινε στάσιμη παρά τις προσδοκίες. Σ’ αυτό συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό ο φόρος υποτέλειας, το είδος του φορολογικού συστήματος, που δυσκόλεψε τη ζωή των αγροτών και εξασθένισε την τάξη των πλουσίων, και επίσης οι ελάχιστες επενδύσεις από την ίδια την Αγγλία (2).

Από την έναρξη της αγγλικής διακυβέρνησης οι ηγέτες των Ελληνοκυπρίων υποστήριζαν την ένωση με την Ελλάδα. Η εκκλησία, όπως ήταν αυτονόητο, έπαιζε πρωταρχικό ρόλο εξαιτίας της θέσης που είχε υπό των Οθωμανών. Οι επίσκοποι της αυτόνομης κυπριακής εκκλησίας θεωρούνταν ηγέτες των Ελληνοκυπρίων. Τον ρόλο αυτό θα συνέχιζαν να παίζουν και κατά την αποικιοκρατία και αργότερα.

Με την πάροδο του χρόνου στάλθηκαν πολλές εκκλήσεις και παρακλήσεις σχετικές με την Ένωση από Λευκωσία προς Λονδίνο. Τις πιο πολλές φορές έπεφταν σε "ώτα μη ακουόντων" ή τους παρέπεμπαν στις καλένδες. Κάποιες φορές όμως το ιδανικό αυτό φάνηκε πως θα μπορούσε να γίνει εφικτό. Το χειμώνα του 1912-1913 ο πρωθυπουργός Γεώργιος Λόυδ πρότεινε την Ένωση σε αντάλλαγμα με τη βρετανική βάση στην Κεφαλονιά, αλλά πολύ σύντομα δεν ξανακούστηκε τίποτε άλλο γι’ αυτή την πρόταση. Το 1915 η Αγγλία πρόσφερε την Ένωση σε αντάλλαγμα με την ελληνική συμμετοχή στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά η Αθήνα την εποχή εκείνη επέμενε σε μια αυστηρά ουδέτερη πολιτική. Όταν τελικά η Ελλάδα το 1917 διάλεξε την πλευρά των Συμμάχων, η Αγγλία δεν είχε κανέναν επείγοντα λόγο πλέον να παραδώσει τη διακυβέρνηση του νησιού. Στις ειρηνευτικές συνομιλίες του 1919 το θέμα Ένωση δεν τέθηκε σε συζήτηση για διάφορους λόγους. Αυτοί ήταν κυρίως στρατηγικοί, αλλά υπήρχαν επίσης και παράπονα από την τουρκική πλευρά. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πράγματι η αιτία που το 1914 οι Άγγλοι προσάρτησαν την Κύπρο. Με τη συνθήκη της Λωζάννης το 1923 η Τουρκία τελικά παραιτήθηκε απ’ όλες τις διεκδικήσεις της στην Κύπρο (3).

Η τουρκοκυπριακή κοινότητα έβλεπε με κακό μάτι την κίνηση για ένωση και απαντούσε συχνά με εκκλήσεις που υποστήριζαν τη διατήρηση του status quo. Οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να αποτελέσουν μειονότητα σε ελληνικό κράτος. Γι’ αυτό έβλεπαν την αγγλική ηγεμονία σαν εγγύηση της θέσης τους απέναντι στην ελληνική πλειοψηφία. Αν οι Άγγλοι παραιτούνταν από τη Κύπρο, τότε έβλεπαν δύο πιθανές λύσεις: επιστροφή στην Τουρκία ή διχοτόμηση του νησιού σε ελληνικό και τουρκικό τμήμα. Η δεύτερη αυτή λύση είναι γνωστή με τον όρο taksim.

Η κρίση του 1929 επέδρασε επίσης και στην οικονομία της Κύπρου. Συν τοις άλλοις αυξήθηκε σταδιακά μέχρι οριακού σημείου η απογοήτευση των Ελληνοκυπρίων για την εκτόπιση της ένωσης. Το 1931 προκλήθηκαν σοβαρές ταραχές στη Λευκωσία, κατά τις οποίες ισοπεδώθηκε με φωτιά το γραφείο του Κυβερνήτη. Επίσης και σε κάποιο άλλο μέρος του νησιού ξέσπασαν διαδηλώσεις τις οποίες οι Εγγλέζοι κατέπνιξαν σύντομα. Το αποτέλεσμα ήταν να καταργηθεί προσωρινά το αποικιοκρατικό σύνταγμα και η διοίκηση να γίνει ακόμη πιο αυταρχική. Η Ελλάδα κράτησε αποστάσεις απ’ όλα αυτά. Η οικονομική κρίση έπληξε και την Αθήνα, και επιπλέον η κυβέρνηση αποφάσισε να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Άγκυρα και γι’ αυτό τον λόγο το θέμα Ένωση μετατοπίστηκε στο παρασκήνιο. Το ίδιο συνέβη και κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Η κατάσταση άλλαξε μετά τον ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο ( 1946-1949 ), όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες ανέλαβαν από τους Άγγλους το ρόλο να προστατεύουν την ελληνική κυβέρνηση. Η Αθήνα περίμενε από την Ουάσινγκτον μια πιο θετική στάση για την ένωση και προσπάθησε συχνά να φέρει το θέμα στα Ηνωμένα Έθνη.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 φανατικοί εθνικιστές ιδρύουν στην Κύπρο τον Εθνικό Οργανισμό Κυπριωτών Αγωνιστών ( ΕΟΚΑ ). Σκοπός ήταν η επιβολή της Ένωσης με βία. Αρχηγός ορίστηκε ο έλληνας στρατηγός με κυπριακή καταγωγή Γεώργιος Γρίβας. Το 1955 οι Βρετανοί οργάνωσαν μια διάσκεψη για την τύχη της Κύπρου στο Λονδίνο, στην οποία ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών απαίτησε να γίνει η Κύπρος τουρκική, αν οι Άγγλοι τελικά αποχωρούσαν. Την ίδια χρονιά, η ΕΟΚΑ άρχισε έναν τρομοκρατικό αγώνα κατά των Άγγλων και των αντιφρονούντων της Ένωσης. Οι Εγγλέζοι αντέδρασαν κατά του αγώνα με πολλή βία, ακόμη και με θανατικές ποινές. Ο πνευματικός και πολιτικός ηγέτης των Ελληνοκυπρίων Αρχιεπίσκοπος Μακάριος ΙΙΙ εξορίστηκε για κάποιο διάστημα στις Σεϊχέλες.

Οι Τουρκοκύπριοι επίσης άρχισαν να οργανώνονται. Οι Άγγλοι δεν τους πρόβαλαν καμιά αντίσταση. Το 1955 ο Δρ Φαζίλ Κιουτσιούκ ίδρυσε ένα κόμμα με την ονομασία "Η Κύπρος είναι τουρκική". Την εποχή εκείνη δεν επιτρεπόταν η ύπαρξη κανενός ελληνικού κόμματος. Το 1955 επίσης ιδρύθηκε η τουρκοκυπριακή κοινοβουλευτική οργάνωση VΟLKAN, η οποία πολύ σύντομα πήρε την ονομασία Τουρκική Δύναμη Άμυνας ( ΤΜΤ ). Η VOLKAN άρχισε έναν αιματηρό αντιτρομοκρατικό αγώνα κατά της ΕΟΚΑ.

Οι Βρετανοί κράτησαν μια πολύ πιο ήπια στάση απέναντι στη VΟLKAN / TMT απ’ ό,τι στην ΕΟΚΑ. Έμπλεξαν επίσης και την τουρκική κυβέρνηση με την Κύπρο, ως αντιστάθμισμα κατά της ΕΟΚΑ, με κίνδυνο να υπάρξουν επιπτώσεις στις σχέσεις των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ, μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (4). Οι επιπτώσεις αυτές δεν άργησαν να φανούν. Για να δείξουν πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση, η τουρκική κυβέρνηση οργάνωσε αιματηρούς διωγμούς κατά των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, με αφορμή μια έκρηξη βόμβας στο Τουρκικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Έκτοτε το κυπριακό πρόβλημα αποτελεί το σπουδαιότερο εμπόδιο στις σχέσεις Άγκυρας και Αθήνας.

Δύο γεγονότα οδήγησαν τελικά στη διάσπαση. Οι Άγγλοι μετά το φιάσκο του Σουέζ, πιεζόμενοι από τους Αμερικανούς, δεν ήθελαν να παίζουν δεσπόζοντα ρόλο στην περιοχή. Ούτε το θεωρούσαν πια αναγκαίο να κατέχουν ολόκληρο το νησί. Δύο στρατιωτικές βάσεις θα τους επαρκούσαν. Επιπλέον, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος διαβεβαίωνε ότι οι Ελληνοκύπριοι ήσαν έτοιμοι να δεχτούν ανεξαρτησία αντί για ένωση. Ο δρόμος για διαπραγματεύσεις άνοιξε και οδήγησε σε συνομιλίες το 1959 μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου, που κατέληξαν στις συμφωνίες της Ζυρίχης. Οι συμφωνίες αυτές επιβλήθηκαν σαν προσταγές και στις δύο κοινότητες, αφού τους έβαλαν το μαχαίρι στο λαιμό. Ο Μακάριος υπέγραψε παρά τη θέλησή του, εξαιτίας των αντιρρήσεων που είχε για το περίπλοκο, και όπως αποδείχτηκε αργότερα, ανέφικτο σύνταγμα. Οι υποστηρικτές της ΕΟΚΑ απογοητεύτηκαν σαφώς γι’ αυτό το fait accompli. (5).

To 1960 η Κύπρος έγινε ανεξάρτητη χώρα με πρόεδρο τον Μακάριο και αντιπρόεδρο τον Kιουτσιούκ. Σύμφωνα με το σύνταγμα οι θέσεις αυτές καλύπτονταν αντίστοιχα από έναν Ελληνοκύπριο και έναν Τουρκοκύπριο. Οι Εγγυήτριες Δυνάμεις --η Μεγάλη Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία-- είχαν το δικαίωμα από κοινού ή ξεχωριστά να εισβάλουν στη χώρα, αν διέτρεχε κίνδυνο το σύνταγμα, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τα πιο παράξενα που επιβλήθηκαν ποτέ σε χώρα. Οι Τουρκοκύπριοι, μια μειονότητα 18% περίπου, ασκούσαν μια άνισα μεγάλη επιρροή, (όπως το 30% σε βουλευτικές έδρες, το 30% σε δημόσιες θέσεις και το 40% σε αστυνομική δύναμη), και είχαν το δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) σε ουσιαστικά ζητήματα, όπως στη νομοθεσία της φορολογίας. Σε μεγάλα μέρη εμφανίστηκαν ξεχωριστοί δήμοι. Στην πράξη αποδείχτηκε το σύστημα αυτό ανέφικτο. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα από φόβο μην υπερισχύσει η ελληνοκυπριακή, κράτησε μια εξαιρετικά αμυντική θέση με την ελάχιστη υπόνοια ότι παραβιάζονταν τα δικαιώματά της. Δημιουργήθηκαν άλυτα προβλήματα με τη συμπλήρωση θέσεων στο δημόσιο, στο στρατό, στην αστυνομία και στη διοίκηση των χωριστών δήμων. Οι Τουρκοκύπριοι έκαναν επίσης χρήση του βέτο μπλοκάροντας βασικούς νόμους φορολογίας. Η κυβέρνηση ακινητοποιήθηκε πλήρως. Γι’ αυτό το 1963 ο Μακάριος πρότεινε να αλλάξει το σύνταγμα, με σκοπό να περιορίσει την επιρροή των Τουρκοκυπρίων.

Η βίαιη αντίδραση των Τουρκοκυπρίων θέτει το ερώτημα αν η κατάσταση αυτή δεν επιδιώχθηκε επίτηδες με τελικό σκοπό τη διχοτόμηση. Στις 21 Δεκεμβρίου οι Τουρκοκύπριοι εισέβαλαν στον ελληνικό τομέα της Λευκωσίας. Αφορμή στάθηκε ένας πυροβολισμός κατά τον έλεγχο ρουτίνας αυτοκινήτου από την ελληνoκυπριακή αστυνομία. Στο επεισόδιο αυτό σκοτώθηκε μια Τουρκοκύπρια. Τόσο η οργάνωση ΤΜΤ όσο και οι δυσαρεστημένοι αγωνιστές της πρώην ΕΟΚΑ άρπαξαν την ευκαιρία για να ενισχύσουν τις θέσεις τους. Σε διάφορα μέρη ξέσπασαν βιαιοπραγίες, κατά τις οποίες και οι δυο πλευρές ξεπέρασαν τα όρια δολοφονώντας πολίτες. Ο Eλληνοκύπριος Νίκος Σαμψών κυρίως υπήρξε περιβόητος την εποχή εκείνη.

Κατά την περίοδο της κρίσης τα ελληνικά και τουρκικά στρατεύματα, που σύμφωνα με τη συνθήκη της Ζυρίχης είχαν στρατοπεδεύσει στο νησί, απειλούσαν να συγκρουστούν μεταξύ τους. Επιπλέον τουρκικά πολεμικά αεροπλάνα παραβίασαν τον εναέριο χώρο και φάνηκε σαν επικείμενη εισβολή. Για να προλάβουν την κατάσταση αυτή αποφασίστηκε κατάπαυση του πυρός με βρετανική πρωτοβουλία, στις 24 Δεκεμβρίου. Αγγλικά στρατεύματα πήραν θέσεις στη Λευκωσία για να χωρίσουν τις μαχόμενες πλευρές. Αυτό στάθηκε η αφορμή για την Πράσινη Γραμμή --η διαχωριστική γραμμή που εντωμεταξύ χωρίζει όλο το νησί στα δύο.

Οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις μαζί με τις αντιμαχόμενες πλευρές συναντήθηκαν στο Λονδίνο για να βρουν μια λύση στο πρόβλημα αλλά η διάσκεψη απέτυχε. Κατόπιν, η Μεγάλη Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή φοβήθηκαν σοβιετική εμπλοκή, πρότειναν να σταλεί μια ειρηνευτική δύναμη του ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση του Μακαρίου, η οποία υποστήριζε μια αδέσμευτη πολιτική κι ήλπιζε σε μια λύση μέσω των Ηνωμένων Εθνών, ήταν αντίθετη. Συνεπώς, το Συμβούλιο Ασφάλειας αποφάσισε αρχές Μαρτίου να τοποθετήσει μια ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών ( UNFICYP) στην Κύπρο.

Εντωμεταξύ ξέσπασαν νέες ταραχές και η Τουρκία ετοιμάστηκε για εισβολή. Μόνο μετά από προσωπική παρέμβαση του αμερικανού προέδρου Tζόνσον συγκρατήθηκε η Άγκυρα. Ο Τζόνσον έστειλε τον απεσταλμένο του Ντιν Άτσεσον στην Κύπρο ο οποίος πρότεινε σε αντάλλαγμα για την Ένωση μια τουρκική εδαφική βάση στο νησί και παραχώρηση του ελληνικού νησιού Καστελόριζο στην Τουρκία. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε από τον Μακάριο. Ο αγώνας δε γινόταν πια για την ένωση, αλλά για μια ανεξάρτητη, ουδέτερη Κύπρο με εφικτό σύνταγμα, και χωρίς δικαίωμα βέτο από πλευράς Τουρκοκυπρίων.

Οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να οχυρώνονται σε θύλακες για να μπορέσουν ν’ αμυνθούν καλύτερα, κατά τα λεγόμενά τους. Οι θύλακες αυτοί πήραν τη μορφή πολιορκημένων οχυρών. Παρά την παρουσία ειρηνευτικής δύναμης συνέβαιναν συχνά επεισόδια. Τον Αύγουστο του 1964 αναχαιτίστηκε μια τουρκική μεταφορά όπλων καθ’ οδόν προς το χωριό Κόκκινα, στη δυτική ακτή. Κατόπιν η Εθνική Φρουρά έκανε επίθεση στο θύλακα, μετά την οποία η τουρκική αεροπορία βομβάρδισε μερικά ελληνοκυπριακά χωριά.

Το 1967 η κατάσταση εντάθηκε από δύο περιστατικά. Πρώτον από τη μυστική επιστροφή του Γρίβα που ίδρυσε εκ νέου την ΕΟΚΑ με την ονομασία ΕΟΚΑ Β' και άρχισε έναν τρομοκρατικό αγώνα που απευθυνόταν κυρίως κατά των οπαδών του Μακαρίου. Δεύτερον από το πραξικόπημα στην Αθήνα που έφερε στην εξουσία μια φασιστική, αντιμακαρική χούντα. Αυτή η χούντα δεν είχε οπαδούς μόνο τον Γρίβα και τον Σαμψών στην Κύπρο, αλλά και πολλούς έλληνες αξιωματικούς, αποσπασμένους στην Εθνική Φρουρά. Το Νοέμβριο του 1967 οπαδοί του Γρίβα επιτέθηκαν σε δύο τουρκοκυπριακά χωριά, του Αγίου Θεοδώρου και Κοφίνου. Στην περίπτωση αυτή η τουρκική εισβολή εμποδίστηκε μόνο με την άμεση μείωση της ελληνικής στρατιωτικής δύναμης στο νησί, η οποία από το επιτρεπτό όριο των 950 ανδρών είχε φτάσει τους 1300 στρατιώτες.

Η ιδέα της Ένωσης είχε χάσει την αίγλη της μεταξύ πολλών Ελληνοκυπρίων και εξ αιτίας της δικτατορίας στην Αθήνα η πλειοψηφία υποστήριζε τη πολιτική του Μακαρίου. Παρ’ όλα αυτά ο Αρχιεπίσκοπος βρέθηκε σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Η χούντα ήθελε να τον ξεκάνει όσο το δυνατό γρηγορότερα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετες προς την ουδέτερη πολιτική του, τον θεωρούσαν σαν έναν κρυφοκομμουνιστή, ενώ οι Τουρκοκύπριοι τον έβλεπαν σαν εμπόδιο στη διχοτόμηση. Μ’ αυτούς τους τελευταίους ο Μακάριος προσπάθησε σοβαρά να βελτιώσει τις σχέσεις. Αντιτάχθηκε στον de facto αποκλεισμό των τουρκοκυπριακών θυλάκων και υπό την ηγεσία του Γλαύκου Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς άρχισαν συνομιλίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Συνεπώς μειώθηκαν αισθητά οι εντάσεις στο νησί χωρίς ακόμη να έχει βρεθεί λύση, όταν στην υπόθεση αναμείχθηκε η χούντα της Αθήνας με διοργάνωση πραξικοπήματος.

Το πραξικόπημα έγινε στις 15 Ιουλίου 1974. Μονάδες της Εθνικής Φρουράς έκαναν επίθεση στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο, αλλά ο Μακάριος κατάφερε να δραπετεύσει. Ο Νίκος Σαμψών ανέλαβε την εξουσία. Σ’ ολόκληρο το νησί ξέσπασαν αψιμαχίες μεταξύ των οπαδών και αντιπάλων του Μακαρίου. Οι Τουρκοκύπριοι έμειναν στους θύλακές τους κρατώντας όσο το δυνατόν αποστάσεις, αλλά το πραξικόπημα ήταν για την Τουρκία η ευκαιρία που περίμενε. Στις 20 Ιουλίου αποβιβάσθηκαν τουρκικά στρατεύματα στην Κυρήνεια και προχώρησαν προς τη Λευκωσία. Το σοκ της εισβολής έγινε αισθητό μέχρι την Αθήνα, όπου προκάλεσε την πτώση της χούντας. Στην Κύπρο ο Σαμψών εξαφανίστηκε από το προσκήνιο, στις 23 Ιουλίου, και ανέλαβε την εξουσία ο πρόεδρος του κοινοβουλίου Κληρίδης. Στις 30 Ιουλίου επήλθε κατάπαυση του πυρός.

Στην επόμενη σύσκεψη που έγινε στη Γενεύη η Τουρκία απαίτησε με τελεσίγραφο μια μορφή διχοτόμησης με την οποία το 35% του νησιού θα μεταβιβαζόταν στους Τουρκοκύπριους. Όταν η Κύπρος απέρριψε το αίτημα αυτό, ο τουρκικός στρατός άρχισε νέα επίθεση, στις 14 Αυγούστου, με την οποία κατέκτησε ολόκληρο το βόρειο τμήμα του νησιού. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης πιάστηκαν πολλοί αιχμάλωτοι πολέμου από τους οποίους 1500 περίπου δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Σχεδόν όλος ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός εξαφανίστηκε από τα κατεχόμενα μέρη, ενώ οι πιο πολλοί Τουρκοκύπριοι από το νότιο τμήμα, υπό την πίεση των ηγετών τους, έφυγαν προς το βόρειο τμήμα (6). Σ’ αυτούς, μετά το 1974, προστέθηκαν μερικές δεκάδες χιλιάδες έποικοι από την Τουρκία, οι οποίοι θεωρούνται παράνομοι από την Κυπριακή Δημοκρατία. Στην πραγματικότητα, με την κατοχή του βορρά επιτεύχθηκε η διχοτόμηση, γεγονός που εξηγεί γιατί οι ηγέτες των Τουρκοκυπρίων αρνήθηκαν επίμονα να κάνουν συμβιβασμούς στις εκάστοτε διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν. Το 1983 μάλιστα αυτοανακηρύχθηκαν "Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου", χωρίς να έχουν αναγνωριστεί από κανένα κράτος εκτός από την Τουρκία. Έκτοτε, κατέχουν αμείωτο το ανεξάρτητο κράτος τους υπό την αρχηγία ακόμη του Ραούφ Ντενκτάς, και υπό την κάλυψη μεγάλης τουρκικής στρατιωτικής δύναμης.

Στη σύνοδο κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έγινε στην Κοπεγχάγη, το Δεκέμβριο 2002 αποφασίστηκε η ένταξη της Κύπρου στην Ένωση για το 2004. Το γεγονός αυτό επιτάχυνε τις διαπραγματεύσεις που διαιωνίζονται εδώ και είκοσι οκτώ χρόνια με ενδιάμεσες παύσεις. Τα Ηνωμένα Έθνη παρουσίασαν το Νοέμβριο 2002 το ονομαζόμενο σχέδιο-Αναν. Και τα δυο μέρη έχουν αποδεχτεί το σχέδιο ως βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Το πού θα οδηγήσει αυτό, θα φανεί στο μέλλον. Εντωμεταξύ η κατάσταση στην Κύπρο παραμένει ακόμη η ίδια, όπως ήταν μετά την εισβολή του 1974. Ένα νησί χωρισμένο στα δυο με την ¨Πράσινη Γραμμή¨, με μια ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών, με το βόρειο τμήμα του να κατέχεται από την Τουρκία, και στο οποίο περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι ζουν ακόμη ως πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα.

Σημειώσεις
1. Stavros Pandeli – A History of Cyprus. From Foreign Domination To Troubled Independence. Londen / Den Haag 2000, p.75.
2. Doros Alastos – Cyprus in History. Londen 1976, p. 309-323.
3. Kees Klok - "Lausanne, een historisch breukvlak." In : Lychnari jg 7, nr.4, 1993.
4. Zie: Christopher Hitchens – Hostage to History. Cyprus from the Ottomans to Kissinger. Londen / New York 1999, p. 46 vgl.
5. Richard Clogg – A Concise History of Greece. Cambridge 1992, p. 154.
6. Kees Klok – "Langs de Groene Lijn." In: Lychnari jg 16, nr.5, 2002.
Μετάφραση από τα ολλανδικά
Στέλλα  Τιμωνίδου


Περιεχόμενα