Περιεχόμενα: Προηγούμενα Τεύχη
ΑΝΙΣΤΟΡΗΤΟΝ: Ιστοριογραφικά
Τόμος 3, Ιούνιος 2003, Ιστ11
http://www.anistor.co.hol.gr/index.htm



Τα Δόγματα της Bυζαντινής Εξωτερικής Πολιτικής


του Αριστείδη Μπότα
Πτυχίο (Διεθν. Ευρωπ. Οικ. & Πολ. Επιστ.)
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας


Η ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας θεμελιώθηκε πάνω στο δόγμα του Βυζαντινού Οικουμενισμού, που αποτέλεσε συνέχεια της ρωμαϊκής ιδεολογίας. Σύμφωνα μ' αυτή τη βασική αρχή, "...η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ένωσε την Οικουμένη, προκάλεσε υποταγή των Βαρβάρων, κατάργησε τα σύνορα των εθνών και σχημάτισε την κοιτίδα που γεννήθηκε ο Θεάνθρωπος..."(1). Συνεπώς, το Βυζάντιο, που αποτέλεσε τον κληρονόμο της Ρώμης, όφειλε να χαράξει την πορεία του με βάση την ίδια αρχή. Η βυζαντινή διάσταση της ιδεολογίας στηρίχθηκε στα συστατικά στοιχεία του ρωμαϊκού Δικαίου, τη ρωμαϊκή κρατική οργάνωση, τη χριστιανική ηθική και πίστη και την πνευματική παράδοση του ελληνισμού. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κληρονόμησε τον ελληνιστικό πολιτισμό (γλώσσα, ήθη, έθιμα), που όμως πλέον είχε συμβιβαστεί με την ιδέα ότι πολιτικά η αυτοκρατορία αισθάνεται ρωμαϊκή. Το νέο κράτος υπήρχε γιατί ήταν θέλημα Θεού να αποτελέσει την κοιτίδα διάδοσης της χριστιανικής θρησκείας, είχε καταστεί "...σκεύος εκλογής προς την εξάπλωση της χριστιανικής ευαγγελίας και της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους...",(2) καθώς και ηγέτης όλων των άλλων λαών. Αυτό σημαίνει πως όλοι οι λαοί όφειλαν σεβασμό στα παραπάνω συστατικά στοιχεία, όφειλαν να αναγνωρίσουν το "Μεσαιωνικό Σχήμα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας"(3) και να ασπασθούν τον Χριστιανισμό, αν ήθελαν να είχαν θέση στη νέα τάξη πραγμάτων. Αυτή ακριβώς τη νέα διεθνή τάξη ήθελε να συγκροτήσει η αυτοκρατορία. Μία τάξη με βάση τις δικές της εσωτερικές αξίες. Η πρωτεύουσα, η Κωνσταντινούπολη, είναι η δεύτερη Ρώμη, η Νέα Ιερουσαλήμ, η Βασιλεύουσα. Ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές, η Θεία Πρόνοια θα έσωζε την Πόλη και την αυτοκρατορία.

Η ιδέα αυτή θα διατηρηθεί ακλόνητη και με κάποιες παραλλαγές στο πέρασμα των αιώνων και θα επιβιώσει της ίδιας της άλωσης της Πόλης, το 1453. Πέρασε από τρεις βασικές φάσεις και διέγραψε τρία αντίστοιχα Δόγματα εξωτερικής πολιτικής:

Από την εποχή εκείνη και μετά, η αυτοκρατορία άρχισε να παίρνει το δρόμο της παρακμής. Ήδη, είχε δεχθεί το πρώτο σοβαρό χτύπημα στα ανατολικά της εδάφη (μετά την κρίσιμη ήττα από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ, το 1071), ενώ από τη δύση εισέβαλλαν συνεχώς οι Νορμανδοί (το ίδιο μοιραίο έτος έπεσε το Μπάρι, η τελευταία βυζαντινή κτήση στην Ιταλία), επιφέροντας μεγάλες καταστροφές στο κράτος και από το Βορρά οι Πατζινάκες και οι Κουμάνοι. Είχε επίσης μεσολαβήσει η οριστική ρήξη με την Εκκλησία της Ρώμης (Σχίσμα, 1054), γεγονός που απομόνωσε διπλωματικά το Βυζάντιο, η εδαφική σμίκρυνση από τους διαδοχικούς πολέμους, η οικονομική οπισθοδρόμηση, η διαφθορά, η ανηθικότητα και η εσωτερική κρίση. Από το σημείο αυτό και μετά, το Βυζάντιο μάλλον δεν ήταν σε θέση να διαμορφώσει επιθετική στρατηγική και η εξωτερική του πολιτική στόχευε στην απλή επιβίωση.

Μετά την ανάλυση των τριών δογμάτων, θα δούμε επιγραμματικά, παράλληλα με τα αίτια της παρακμής, πώς το Βυζάντιο προσπάθησε να αντεπεξέλθει απέναντι στη νέα μεγάλη κρίση που αντιμετώπισε από τα μέσα του 11ου αιώνα και μετά, χωρίς όμως επιτυχία αυτή τη φορά.

Η ιδεολογία του Imperium Romanum είναι η ακριβής συνέχιση της ρωμαϊκής ιδεολογίας. Σύμφωνα με αυτήν, το να είσαι Ρωμαίος σήμαινε πως είσαι προνομιούχος από τη μοίρα, ότι έχεις το ιερό καθήκον να φροντίζεις για την ανθρωπότητα. Ο Βιργίλιος περιγράφει γλαφυρά: "....Μα ΄συ Ρωμαίε, θυμήσου, τους λαούς θα κυβερνάς, θα θεμελιώσεις τους κανόνες της ειρήνης, στους νικημένους θα είσαι μεγαλόκαρδος, στους αλαζόνες τιμωρός, αυτές θα είναι οι δικές σου τέχνες".(4)

Το νέο Imperium Romanum πήρε δύο εκφάνσεις:(5) α) τη ρεαλιστική, που στηρίζεται στο αξίωμα ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε την αδιάσπαστη συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ήταν "καθαρισμένη" μέσω του Χριστιανισμού. Έτσι, το Βυζάντιο, ως άξιος συνεχιστής των τιμημένων προγόνων, είχε καθήκον να ξαναφέρει την αυτοκρατορία στα ρωμαϊκά επίπεδα και β) την ιδεαλιστική, που εκδηλώθηκε με την επιθυμία απελευθέρωσης των υπόδουλων αδελφών και επιστροφής τους στα πάτρια εδάφη. Γαλουχημένος μ' αυτές τις αρχές, ο Ιουστινιανός ξεκίνησε έναν ανελέητο κατακτητικό πόλεμο, προσπαθώντας ν' ανακτήσει τα χαμένα εδάφη που τότε άνηκαν στα γοτθικά φύλα. Η εκκαθάριση του κόσμου από τους βαρβάρους ήταν απαραίτητη προϋπόθεση και ανάγκη για τη διατήρηση της ειρήνης, για την επιβολή του κράτους δικαίου και για να έρθουν όλοι οι πολιτισμένοι λαοί στους κόλπους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που σαν στοργικός πατέρας τους αγκαλιάζει όλους και τους μαθαίνει τον ελληνικό πολιτισμό και τη χριστιανική πίστη. Ο στόχος επιτεύχθηκε, καθώς ως το 565 (έτος θανάτου του αυτοκράτορα), είχαν καταλυθεί τα βασίλεια των Βανδάλων, Οστρογότθων και Βησιγότθων, η αυτοκρατορία είχε φτάσει στο μέγιστο της εδαφικής της εξάπλωσης και παλιές ρωμαϊκές επαρχίες επέστρεφαν σε αυτοκρατορικό έλεγχο. Η Μεσόγειος και η Μαύρη Θάλασσα μετατράπηκαν και πάλι σε ρωμαϊκές λίμνες.

Σ' αυτό το σημείο, ας δούμε το βασικό στόχο της ιδεολογίας του κυρίαρχου κράτους του Μεσαίωνα και ας το αντιπαραβάλλουμε με το βασικό στόχο της ιδεολογίας της μοναδικής σύγχρονης υπερδύναμης (Η.Π.Α.). Ο στόχος, έτσι όπως προβάλλεται, είναι ακριβώς ο ίδιος: βάρβαροι είναι και οι σύγχρονοι ταραξίες του διεθνούς συστήματος, δηλαδή οι τρομοκράτες, η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, είναι το αμερικανικό έθνος, ο ελληνικός πολιτισμός έχει δώσει τη θέση του στον αγγλοσαξονικό και η χριστιανική πίστη, στη λέξη παγκοσμιοποίηση, τη νέα θρησκεία της σύγχρονης εποχής. Η επίκληση στις αρχές της ειρήνης και του δικαίου είναι διαχρονική και εξυπηρετεί πάντα αυτούς που θέλουν να διαμορφώσουν μία νέα τάξη πραγμάτων. Στην επανάληψη και διαχρονική ισχύ των μηνυμάτων της Ιστορίας, ταιριάζει άψογα η ρήση του Fullbright, που ήρθε να εξηγήσει μερικούς αιώνες αργότερα τον πατριωτισμό του Βιργιλίου: "...η δύναμη τείνει να ταυτιστεί με την αρετή και ένα μεγάλο έθνος είναι ιδιαίτερα επιρρεπές στην ιδέα ότι η δύναμή του είναι σημείο θεϊκής εύνοιας, που το επιφορτίζει με μία ιδιαίτερη ευθύνη για τη τύχη των άλλων εθνών (...) και πώς θα τα αναπλάσει κατά την ιδίαν αυτού λαμπρή εικόνα και ομοίωση...".(6)

Ωστόσο, αυτές οι επιτυχίες που σημειώθηκαν στο όνομα μιας ιδεολογίας αποτελούσαν στην ουσία μία πύρρειο νίκη για το Βυζάντιο. Εκ των υστέρων συμπεραίνουμε ότι οι μακρινές αυτές εκστρατείες δεν απέβησαν προς το συμφέρον της αυτοκρατορίας, για δύο λόγους: α) γιατί οι επιχειρήσεις αυτές ανάλωσαν σημαντικές κρατικές δυνάμεις σε μέτωπα δευτερευούσης σημασίας, αφήνοντας το νευραλγικό χώρο της Μ. Ασίας στο περσικό έλεος και β) γιατί όπως αποδείχθηκε, το Βυζάντιο αδυνατούσε να επωμιστεί το κόστος συντήρησης μίας δεύτερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σύντομα τα ανακτώμενα εδάφη χάθηκαν οριστικά και μαζί μ' αυτά και το όνειρο της αναβίωσης παλαιών μεγαλείων.

Κάνοντας μία νέα παρένθεση και έχοντας κατά νου τα διδάγματα της Ιστορίας δεν είναι δυνατό να μην αναρωτηθούμε: "μήπως οι μακρινές εκστρατείες των Η.Π.Α., σε ολόκληρο τον κόσμο, αναλώσουν σημαντικές κρατικές δυνάμεις"; Ο Paul Kennedy(7) δεν αρνείται ότι η οικονομική δύναμη των Η.Π.Α. φθίνει στη σημερινή εποχή και ένας από τους βασικούς λόγους είναι το κόστος συντήρησης των βάσεων απανταχού στον κόσμο.(8) Η Ιστορία και πάλι δικαιώνεται. Μήπως, η κατεύθυνση της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής και η απαξίωση που δείχνουν οι Αμερικανοί ιθύνοντες και διαμορφωτές της προς την Ευρώπη, αφήσει αυτό το νευραλγικό χώρο στο έλεος άλλων δυνάμεων; Δεν αποκλείεται έτσι στο μέλλον και οι Αμερικανοί να ψάχνουν τα χαμένα τους μεγαλεία. Ας επανέλθουμε όμως στα βυζαντινά χρόνια...

Στην ανατολή, η δεύτερη ισχυρότερη αυτοκρατορία της εποχής, η Περσική της δυναστείας των Σασσανιδών, απειλούσε σοβαρότατα τη βιωσιμότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα, με κίνητρα κυρίως οικονομικά. Οι δύο αυτοκρατορίες μοιράζονταν εκτεταμένα κοινά σύνορα, γεγονός που μετέτρεπε τις κατά καιρούς διενέξεις σε πολυμέτωπους αγώνες. Τα αποτελέσματα των τοπικών αυτών συγκρούσεων θα κρίνονταν σε μεγάλο βαθμό από τις περιφερειακές στρατηγικές συμμαχίες που θα είχαν συνάψει οι δύο αυτές υπερδυνάμεις της εποχής. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει τη βοήθεια τρίτης δύναμης προκειμένου να κάμψει την αντίσταση του εχθρού.(9) Η μέθοδος αυτή στιγμάτιζε από ΄δω και στο εξής την εξωτερική πολιτική του Βυζαντίου ως το τέλος του. Παράλληλα, η αδυναμία εξάρθρωσης ή χειραγώγησης όλων των βαρβαρικών φυλών σε συνδυασμό με την πρωτοφανή ως τότε επιτυχία των Βουλγάρων να δημιουργήσουν αναγνωρισμένο ειδωλολατρικό κράτος μέσα στις κτήσεις της αυτοκρατορίας (681), έστρεψαν το Βυζάντιο προς τη διεύθυνση διατύπωσης ενός καινούριου Δόγματος, αυτό της Κοινοπολιτείας.

Στόχος του νέου Δόγματος ήταν η δημιουργία μίας διεθνούς κοινότητας με κέντρο το Βυζάντιο, μίας κοινότητας που θα βρίσκονταν κάτω από την άμεση επιρροή της Κωνσταντινούπολης. Μ' αυτό τον τρόπο η αυτοκρατορία μονιμοποίησε, κατά κάποιο τρόπο, τους συμμάχους της. Βέβαια αυτή η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, δεν σήμαινε βυζαντινή κυριαρχία απέναντι σ' αυτούς τους λαούς της κοινότητας, όπως σήμαινε το Imperium Romanum. Απλά σήμαινε, κατά κάποιο τρόπο, πολιτιστική υποταγή τους.(10) Αυτή η Κοινοπολιτεία, αυτή η "Μεσαιωνική Κοινότητα Ανατολικοευρωπαϊκών εθνών", όπως τη χαρακτήρισε ο Οbolensky(11), με μία πιο χαλαρή διάσταση, μας θυμίζει σήμερα το ΝΑΤΟ και βεβαίως "για να ήταν επιτυχής θα έπρεπε το Βυζάντιο να εξασφαλίσει οφέλη στους υποτελείς του", όπως σήμερα οι Η.Π.Α.(12)

Τα οφέλη αυτά εξασφαλίστηκαν μέσω μίας διαδικασίας νομιμοποίησης, καθιστώντας την αυτοκρατορία το κέντρο των διεθνών σχέσεων. Μέσα από τελετουργίες, συμβολισμούς, μύθους, προπαγάνδα, πολιτιστική διείσδυση και διπλωματικές πρακτικές, το Βυζάντιο κατάφερε να αποκτήσει μία ειδική βαρύτητα στη διεθνή σκηνή που πήγαζε από την αρχαιότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να πείσει για την αποστολή του. Έδειξε ότι αποτελεί το σταθερό παράγοντα του διεθνούς συστήματος, ενέπνευσε σε όλους τους λαούς- μέσω της επίδειξης της ισχύος του- σεβασμό, θαυμασμό, φόβο και τελικά έμμεση υποταγή. Κανένας παίχτης του διεθνούς συστήματος δε μπορούσε να λειτουργεί και να δρα μέσα σ' αυτό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την αντίδραση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Όλοι οι πολιτισμένοι λαοί ζητούσαν αναγνώριση από το Βυζάντιο. Όλοι οι πολιτισμένοι ηγέτες ζητούσαν την παράδοση κάποιου τίτλου, προνομίων ή ευνοϊκής μεταχείρισης από το Βυζαντινό αυτοκράτορα. Ζητούσαν δηλαδή νομιμοποίηση. Η αυτοκρατορία αντάλλαζε αυτή την παραχώρηση νομιμοποίησης με στρατηγικής κυρίως φύσεως πλεονεκτήματα, ώστε να αντισταθμίζει τη συνήθως ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη του αντιπάλου.

Σε ορισμένες βέβαια περιπτώσεις, χρήσιμες αποδείχθηκαν οι μυστικές διπλωματικές τακτικές καθώς και οι απειλές, οι πρακτικές εκφοβισμού του εχθρού και οι δωροδοκίες. Τέθηκαν όμως μόνο υπό το πλαίσιο της ευέλικτης βραχυχρόνιας πολιτικής, όταν λόγω ελλείψεως χρόνου, οι συμμαχίες έπαιρναν το χαρακτήρα άτυπης συνεννόησης για την αποφυγή ενός κινδύνου. Οι συμμαχίες και συμφωνίες τέτοιας φύσεως διαλύονταν αμέσως μετά την λήξη της "επαγγελματικής" συνεργασίας και δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις στη βυζαντινή ιστορία όπου δύο πρώην σύμμαχοι γίνονταν σε σύντομο χρονικό διάστημα (ακόμα και μηνών) άσπονδοι εχθροί.

Το καθεστώς νομιμοποίησης όμως, είχε πιο μακροχρόνια αποτελέσματα. Εξασφάλιζε μόνιμα στηρίγματα και λειτουργούσε σαν ασπίδα προστασίας απέναντι στις "μακιαβελικές", σε ορισμένες περιπτώσεις, εκφάνσεις της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής, διαιωνίζοντας το κύρος της αυτοκρατορίας.

Την ίδια περίοδο που το Βυζάντιο έχτιζε την κοινοπολιτεία του, κάτοχοι της περσικής κληρονομιάς στην ανατολή χρίζονταν οι Άραβες. Η επιβίωση της ίδιας της αυτοκρατορίας διακινδύνευσε όσο ποτέ άλλοτε μέχρι το 1204. Οι χαλίφες κατέκτησαν τη μία μετά την άλλη τις ανατολικές βυζαντινές επαρχίες μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αναγκάζοντας το Βυζάντιο να αναθεωρήσει και να εγκαταλείψει τα μεγαλεπήβολα οράματα της Pax Romana, τουλάχιστον για την παρούσα φάση. Για πρώτη φορά οι Βυζαντινοί ένιωσαν την ίδια τους την υπόσταση να διακυβεύεται. Βρέθηκαν ενωμένοι όσο ποτέ, κάτω από την κοινή ανάγκη να ορθώσουν το υψηλό πατριωτικό τους φρόνημα. Οι Ίσαυροι αυτοκράτορες προσπάθησαν να εφαρμόσουν πολιτική η οποία θα αφυπνούσε τις χαμηλές κοινωνικές τάξεις υπέρ ενός πρωτοφανούς ξεσηκωμού. Λειτουργώντας σαν ένα είδος κομμουνιστικού, φιλολαϊκού μανιφέστου, η πολιτική της δυναστείας τόνισε την αναγκαιότητα των φτωχών να επαναστατήσουν, να πολεμήσουν για να σώσουν την περιουσία τους. Βάση του εγχειρήματος υπήρξαν η δικαιοσύνη και η καλλιέργεια ενός κλίματος που θα στήριζε τον αγώνα. Στα πλαίσια αυτής της αντίληψης, οι Ίσαυροι ξέφυγαν από τις καθιερωμένες νόρμες, προκάλεσαν και ανέτρεψαν την κοινωνία, εισάγοντας μία εικονομαχική πολιτική, καθώς οι αγροτικοί πληθυσμοί της Ανατολής, "επηρεάζονταν από την αυστηρότητα των ανεικονικών αιρέσεων".(13) Αυτός ο αγώνας είχε δύο μορφές, καθώς παράλληλα με την προσπάθεια για τη σωτηρία του κράτους, έγινε και προσπάθεια για τη σωτηρία του Χριστιανισμού από τους άπιστους Αγαρηνούς. Γεννήθηκε έτσι ο βυζαντινός εθνικισμός, η βυζαντινή απάντηση στον Ιερό Πόλεμο του Ισλάμ, και μέσα απ' αυτόν εγκαινιάστηκε η περίοδος στρατικοποίησης των κοινωνικών δομών του κράτους. Οι εκστρατείες από εδώ και στο εξής "σταυροφοριοποιήθηκαν" και η πατριωτική ιδέα έμεινε χαραγμένη στις βυζαντινές ψυχές ως το τέλος. Πλέον, ο πόλεμος που γίνονταν για το Χριστό ήταν πιο ιερός από τον πόλεμο που γίνονταν για την ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Από τα τέλη του 8ου αιώνα, ο χαρακτήρας της διπλωματίας και της διαμόρφωσης του Βυζαντινού Κοινοπολιτισμού, πήρε άλλη μορφή. Η κύρια αιτία αυτής της αλλαγής ήταν η μορφοποίηση των χριστιανικών καθεστώτων στη Δύση και στη συνέχεια, η άνοδος των Μακεδόνων αυτοκρατόρων στο θρόνο της Πόλης. Η "συναρμολόγηση" της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από διάσπαρτα φεουδαρχικά κρατίδια, η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση της Παπικής Εκκλησίας από τον έλεγχο του Πατριαρχείου και η αναβίωση παλιών αυτοκρατορικών τάσεων, ήταν οι τρεις κύριοι παράγοντες "χριστιανοποίησης" της εξωτερικής πολιτικής αλλά και συρρίκνωσης των επεκτατικών σχεδίων.

Η Μακεδονική Δυναστεία που αναλαμβάνει τις τύχες του κράτους από το 867, επαναφέρει στο προσκήνιο και καθιστά απαρέγκλιτο οδηγό της εξωτερικής της πολιτικής τις εντολές του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η πολιτική αυτή στηρίζονταν στην αντίληψη ότι η μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο, ισοδυναμούσε με αποκοπή της Ανατολικής απο τη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Άρα η δύση είναι από μόνη της υπεύθυνη για την πτώση της. Χαρακτηρίστηκε από τη μετατόπιση των ενδιαφερόντων του κράτους προς τα ανατολικά και στην εγκατάλειψη τυχόν αλυτρωτικών σχεδίων για ανάκτηση της Ρώμης και δυτική επέκταση.(14) Η ιουστινιάνεια reconquista και η οικουμενικότητα του παρελθόντος αποκηρύχθηκαν και παρανομοποιήθηκαν, ενώ η ανατολική Ευρώπη και η Ασία έγιναν χώρος άσκησης βυζαντινής επιρροής. Η επέκταση προς την περιοχή αυτή έπρεπε να είναι απεριόριστη. "Ο αυτοκράτορας πρέπει να ανακτήσει τα χαμένα αγαθά"(15 , λέει ο Πατριάρχης Φώτιος (όπερ και εγένετο ως τα μέσα του 11ου αιώνα). Ταυτόχρονα, ο ρόλος των Φράγκων και του Πάπα στην αυτοκρατορική αυλή αναβαθμίστηκαν, ενώ οι δυτικές εδαφικές απώλειες υποβαθμίστηκαν (όπως αυτής της Ραβέννας, το 751). Η νοοτροπία αυτή βάραινε ιδιαίτερα στις συνειδήσεις των ανθρώπων του 10ου αιώνα, καθώς στον Μέγα Κωνσταντίνο χρωστούσε όλος ο Μεσαίωνας τη χριστιανική του θρησκεία.

Υπάρχει όμως μία διαφορά από την καθαρή πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οι Μακεδόνες αυτοκράτορες νομιμοποίησαν και επέτρεψαν σε μία και μοναδική περίπτωση την καταστρατήγηση της Κωνσταντίνειας Δωρεάς και την επέκταση προς τη Δύση: όταν αυτήν την εγκρίνουν τα χριστιανικά βασίλεια. Έτσι, το Βυζάντιο κέρδισε τα σημαντικά θέματα της Λογγοβαρδίας και της Δαλματίας, προκειμένου να αντιμετωπίσει επιτυχώς τους Άραβες, προστατεύοντας μ' αυτόν τον τρόπο φραγκοκρατία και παποσύνη. Καμία ωστόσο περαιτέρω διεκδίκηση εδαφικής προσαύξησης πέρα απ' αυτή που διατυπώθηκε καθαρά στις συνθήκες που υπέγραψε ο Βασίλειος Α' (867-886) δεν επετράπη. Μιλάμε συνεπώς για μία περιορισμένη βυζαντινή οικουμένη. Ο Τηλέμαχος Λουγγής περιέγραψε το χαρακτήρα της μακεδονικής εξωτερικής πολιτικής ως: "...το σπουδαιότερο πανόραμα πολιτικής ιδεολογίας που γνώρισε ποτέ ο Μεσαίωνας...".(16)

Η νοοτροπία αυτή των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, δέχθηκε τη δριμύτατη επίθεση της αντιπολίτευσης και ιδίως του Ρωμανού Λεκαπηνού, που διετέλεσε και αυτοκράτορας την περίοδο 919-944. Ο τελευταίος υπονόμευσε την εξωτερική πολιτική των Μακεδόνων, επιδιώκοντας χωρίς επιτυχία την ανάκτηση όλης της Ιταλίας, ενώ στέρησε από την αυτοκρατορία σημαντικά κάστρα στην Ανατολή, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο.(17)

Παράλληλα στα χρόνια αυτά, αναβαθμίστηκε ο ρόλος της Ορθοδοξίας, ως συνέπεια της "σταυροφοριοποίησης" της εξωτερικής πολιτικής της προηγούμενης περιόδου. Την εποχή εκείνη, μιλάμε πλέον για δύο εκκλησιαστικούς πόλους, τους πρώιμους Καθολικούς και τους Ορθοδόξους και τρία θεοκρατικά κράτη. Η Καρολίγγεια Αυτοκρατορία και το κοσμικό κράτος του Πάπα ενδιαφέρονταν να επεκτείνουν το σύστημα συμμαχιών τους, απειλώντας το βυζαντινοκεντρικό σύστημα νομιμοποίησης. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ιδιοποιήθηκαν τον τίτλο του μοναδικού κληρονόμου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που άνηκε δικαιωματικώς στο Βυζάντιο. Καθολικοί ιεραπόστολοι έφθασαν στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη, περιοχές που ως τότε βρίσκονταν υπό τη βυζαντινή σφαίρα επιρροής, επιζητώντας να εκχριστιανίσουν τους ως τότε ημιβάρβαρους και βάρβαρους λαούς. Ο εκχριστιανισμός τους ισοδυναμούσε με πολιτιστική υποδούλωση και ταύτιση, καθώς παράλληλα με τη θρησκεία, τα δύο μέρη ασπάζονταν πια κοινές παραδόσεις και ήθη.

Το Βυζάντιο δεν μπορούσε να μείνει αμέτοχο στις δυτικές προκλήσεις. Οπλίστηκε μ' ένα έντονο πατριωτικό και χριστιανικό πνεύμα και εισήγαγε στην πολιτική του έναν ιεραποστολικό χαρακτήρα. Η Ορθοδοξία ξεπέρασε τα σύνορα του κράτους και πήρε έναν νέο, έναν οικουμενικό χαρακτήρα. Χρησίμευσε ως μέσο εξάπλωσης του βυζαντινού πολιτισμού και, κατ' επέκταση, ως μέσο άσκησης πολιτικής. Ως απάντηση στις δυτικές ενέργειες, η αυτοκρατορία έστειλε δικούς της ιεραποστόλους που μεταφέρουν το ορθόδοξο μήνυμα. Τελικά, μετά από μεγάλες αντιπαραθέσεις που λίγο έλειψε να προκαλέσουν γενικευμένο πόλεμο και μετά από ένα σύντομο πρώτο σχίσμα τα έτη 863-7, οι δύο θρησκευτικοί πόλοι μοιράστηκαν άτυπα τις σφαίρες επιρροής τους: στη Δύση, στην Κεντρική Ευρώπη, στη Μοραβία όπως επίσης και στο κράτος των Μαγυάρων, κυριάρχησε ο Καθολικισμός . στη Σερβία, Βουλγαρία και Ρωσία, η Ορθοδοξία.(18) Σταδιακά δημιουργήθηκε ένα δίκτυο ορθόδοξων επισκοπών, άμεσα εξαρτημένων από τις τοπικές μητροπόλεις και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Πρόκειται για μία περίοδο μοναδικών εκκλησιαστικών επιτευγμάτων για την αυτοκρατορία. Συνεπώς, η οικουμενική αποστολή της αυτοκρατορίας δε χάθηκε. Άλλαξε απλά μορφή και από πολιτική μετατράπηκε σε πνευματική.

Παράλληλα με τη θρησκευτική επιμόρφωση, το Βυζάντιο προώθησε και πνευματική, καθώς εισήγαγε ένα νέο αλφάβητο στους ως τότε απαίδευτους λαούς της ανατολικής Ευρώπης, φέρνοντας τους για πρώτη φορά σε επαφή με το γραπτό πολιτισμό. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Γ', με απόλυτη οξυδέρκεια, σχολίασε την επινόηση του σλαβικού αλφαβήτου, με τα λόγια: "... ένα δώρο για τους Σλάβους πολυτιμότερο και μεγαλύτερο από το χρυσάφι, το ασήμι ή τους πολύτιμους λίθους και τα εφήμερα πλούτη...".(19) Ο εκχριστιανισμός και ο εκπολιτισμός των σλαβικών λαών φανέρωσε έκδηλα την πολιτιστική ανεκτικότητα που διέκρινε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και αποτέλεσε ως σήμερα τη σπουδαιότερη κληρονομιά που άφησε ο μεσαιωνικός ελληνισμός.

Ο νέος χαρακτήρας της εξωτερικής πολιτικής που περιγράφηκε, συνιστά το Δόγμα της Περιορισμένης Οικουμένης και του Οικουμενικού Χριστιανισμού. Το Δόγμα αυτό που χαρακτηρίστηκε από ιμπεριαλιστικές τάσεις στην ανατολή, είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του πληγωμένου γοήτρου της αυτοκρατορίας, την ισχυροποίηση του κράτους σε όλους τους τομείς, και την εδαφική επέκταση που για πρώτη φορά μετά τα χρόνια του Ιουστινιανού Α', πήρε τέτοιες διαστάσεις. Ως το τέλος του 9ου αιώνα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ασκούσε πολιτική επικυριαρχία στη Βενετία και την Δαλματία, και πολιτική και πνευματική στη Σερβία και στη Βουλγαρία.

Η ανάκτηση της αξιοπρέπειας όμως, οδηγεί στην υπερηφάνεια. Και η υπερηφάνεια από την αλαζονεία δεν απέχουν πάρα πολύ. Οι επιτυχίες δηλητηρίασαν το βυζαντινό τρόπο σκέψης και πολιτικής, τόσο πολύ, που σιγά-σιγά φανάτισαν τους ιθύνοντες της εξωτερικής πολιτικής του κράτους και τους έστρεψαν στην υιοθέτηση υπεροπτικών στάσεων και ρατσιστικών συμπεριφορών --που εκφράστηκαν με δηλώσεις τύπου Νικηφόρου Φωκά: "...η κυριαρχία των Θαλασσών είναι δική μου..."(20) -- με αποτέλεσμα την επιδείνωση των σχέσεων του κράτους με τους γειτονικούς λαούς. Προς το τέλος του 11ου αιώνα, το Βυζάντιο ήρθε αντιμέτωπο με μία νέα, τρίτη γενιά εχθρών: τους Τούρκους ανατολικά και τους Νορμανδούς δυτικά.

Παράλληλα, η στάση της Εκκλησίας απέναντι στους άλλους "κατώτερους" χριστιανούς, καθώς και οι αμοιβαίες προσπάθειες των δύο χριστιανικών πόλων για την πρωτοκαθεδρία στο χριστιανικό θώκο, τραυμάτισαν θανάσιμα το χριστιανικό έθνος και οδήγησαν στο οριστικό Σχίσμα των δύο Εκκλησιών, το 1054. Το αμοιβαίο ανάθεμα πάπα και πατριάρχη αποτέλεσε ένα καίριο πλήγμα για την αυτοκρατορική φήμη και συνέδραμε στην απομόνωση του Βυζαντίου τους μετέπειτα αιώνες, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στη πτώση του.

Απέναντι στους νέους θανάσιμους κινδύνους και τις οικτρές συνθήκες, το κράτος προσγειώθηκε ανώμαλα από τις ονειροβασίες του ισχυρού, ένιωσε αποξενωμένο εξαιτίας του Σχίσματος, αποκήρυξε το λατινισμό και προσπάθησε να επιζήσει, επιστρατεύοντας και πάλι τις πατριωτικές του τάσεις με τη μορφή μίας πρώιμης αναγέννησης. Για πρώτη φορά, η αυτοκρατορία συνειδητοποίησε τους δεσμούς της με την ελληνική αρχαιότητα, εξαιτίας της ελληνοφωνίας της, έψαξε τις παλιές τις ρίζες, ξεθάβοντας από τις σκόνες την ελληνική αρχαιότητα και τις επιτεύξεις της, ώστε να εξυψώσει το πτοημένο ηθικό του λαού. Οι Βυζαντινοί γνώρισαν πια την ελληνική παιδεία, την ταύτισαν με την ορθοδοξία και έπαψαν να χρησιμοποιούν τον όρο "Έλληνας" με αρνητικό περιεχόμενο, υπαινισσόμενοι την ειδωλολατρία (11ος αιώνας). Το ελληνικό πνεύμα κατέκτησε το ρωμαϊκό ιδεώδες, που πλέον το διεκδικούσε η Δύση.(21)

Συγχρόνως, μετά τις πρώτες αποτυχίες και εδαφικές απώλειες του 11ου αιώνα, η αυτοκρατορία συσπειρώθηκε πνευματικά, πολιτιστικά, πολιτικά και οικονομικά γύρω από τη πρωτεύουσα, η διεθνή θέση της οποίας αναβαθμίστηκε. Το γεγονός αυτό είχε δύο συνέπειες: α) τη δημιουργία ενός πολωτικού κλίματος στην Κωνσταντινούπολη και β) την εγκατάλειψη των επαρχιών.

Η δυναστεία των Κομνηνών (1081-1185) ευνόησε φαινόμενα νεποτισμού και ευνοιοκρατίας, υπέρ της αριστοκρατίας της Πόλης. Η εξωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας διαπνέονταν από ένα είδος αριστοκρατικού πατριωτισμού, ενώ οι θεσμοί της κοινωνίας στρατικοποιήθηκαν, με την όλο και μεγαλύτερη ανάμειξη των στρατιωτικών στη πολιτική αρένα. Παρόλα αυτά, η συγκράτηση των Τούρκων και των Νορμανδών ήταν αδύνατη, χωρίς εξωτερική βοήθεια. Την ίδια εποχή, οι Βούλγαροι επαναστάτησαν και ανασύστησαν το κράτος τους (1186).

Το Βυζάντιο αναζήτησε συμμάχους για την αντιμετώπιση των Νορμανδών και των Τούρκων. Οι Βενετοί προσέφεραν το ναυτικό τους, κέρδισαν όμως σημαντικά εμπορικά πλεονεκτήματα, που ουσιαστικά τους κατέστησαν κύριους της βυζαντινής αγοράς και σταδιακά διαιτητές της περιουσίας του κράτους. Ο λαός δυσανασχέτησε με τον υποβιβασμό της ποιότητας της ζωής του και αυτό, σε συνδυασμό με την εριστική πολιτική του Πάπα, τις νορμανδικές εισβολές και τις Σταυροφορίες, που θεωρήθηκαν και σωστά ως πολιτική έκφραση του λατινικού ιμπεριαλισμού, συνέδραμαν στην καλλιέργεια ενός αντιλατινικού κλίματος, που πήρε δραματικές διαστάσεις στα χρόνια του Ανδρόνικου Κομνηνού (1183-1185). Υπήρχε πλέον σαφής αντιδιαστολή μεταξύ των όρων λατινισμού και ελληνισμού. Οι Σταυροφορίες, "κατά του κράτους που προστατεύει και αγαπά ο Θεός", αποτέλεσαν τη μέγιστη ασέβεια και ανοσιούργημα τεραστίων διαστάσεων, κατά τους Βυζαντινούς. Ταυτόχρονα η αποστολή για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, το πρόσχημα δηλαδή των Σταυροφοριών, αποτελούσε και αυτό από μόνο του μέγιστη προσβολή, καθώς οι Βυζαντινοί συνέχιζαν να θεωρούν τους εαυτούς τους μοναδικούς υπερασπιστές της χριστιανοσύνης και άρα τους μόνους ικανούς να αναλάβουν μία τέτοια αποστολή. Δυστυχώς, οι προσπάθειες του Ανδρόνικου Κομνηνού για αποδέσμευση από τη λατινική επιρροή, δεν είχαν αποτέλεσμα. Μετά τους Βενετούς, και οι Γενοβέζοι, ακολουθώντας το παράδειγμά τους αφαίμαξαν και αυτοί βυζαντινούς πόρους.

Ο αριστοκρατικός πατριωτισμός, η παραμέληση των αναγκών του λαού από την αυλή της Κωνσταντινούπολης και το οξύ αντιλατινικό πνεύμα που διακατείχε τις ψυχές των Βυζαντινών πολιτών, επέφεραν την απομόνωση της πρωτεύουσας, η οποία έχασε τον έλεγχο των επαρχιών της αυτοκρατορίας. Πολλές απ' αυτές αφομοιώθηκαν από το τουρκικό στοιχείο, ενώ άλλες δε δίστασαν ακόμα και να παράσχουν αφειδώς τη βοήθειά τους κατά του ίδιου τους του κράτους. Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Πολλές επαρχίες ανακήρυξαν δικό τους αυτοκράτορα, δημιούργησαν δικό τους στρατό και έκοψαν δικό τους νόμισμα. Συγκροτήθηκαν έτσι, μικρά τοπικά βυζαντινά κράτη, διοικούμενα από τοπικούς άρχοντες, αποσπασμένους από τον έλεγχο της ανάλγητης πια πρωτεύουσας. Ο στρατός διασπάστηκε, αποδυναμώθηκε και τελικά κατέρρευσε. Ο θρίαμβος του λατινικού ιμπεριαλισμού έτσι, ολοκληρώθηκε το 1185 με την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Νορμανδούς και το 1204, με αυτήν της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Ο επαρχιακός πατριωτισμός, τότε λοιπόν, ήταν αυτός που διαποτίστηκε με την ελληνορθόδοξη ιδέα- που ήταν τώρα πιο δυνατή από ποτέ- και ξεκίνησε έναν ιερό πόλεμο με σκοπό την αντεκδίκηση και την αναγέννηση της αυτοκρατορίας μέσα από τις στάχτες της, μέχρι το μοιρολατρικό φινάλε του 1453.(22)

Υπακούοντας στη βασική πολιτική ιδεολογία που κληρονόμησε από τη Ρώμη, το Βυζάντιο προσέδωσε στον εαυτό του ρόλο οικουμενικό και σταυροφορικό και επιδίωξε να συγκροτήσει μία διεθνή τάξη με βάση τις εσωτερικές του αξίες. Μέσα από αιώνες παγκόσμιας πρωτοκαθεδρίας, αντιμετώπισε ένα θεμελιώδη μετασχηματισμό: τη μετατροπή του από ρωμαϊκή πολιτεία σε ελληνοχριστιανικό κράτος. Η σταδιακή αυτή αλλαγή, που συντάραξε ολόκληρη τη δομή της αυτοκρατορίας, δεν επηρέασε ιδιαίτερα το χαρακτήρα της εξωτερικής πολιτικής, έγινε όμως εμφανής στον τρόπο χειραγώγησης των εθνικών θεμάτων. Η ιμπεριαλιστική κατακτητική πολιτική της Ρώμης, έδωσε τη θέση της στην αφομοιωτική πολιτική, μέσω της κατασκευής και της εξάπλωσης ενός βυζαντινοκεντρικού δικτύου επιρροής. Η μέθοδος προσέγγισης και μετάλλαξης των "βαρβάρων" που υιοθετήθηκε, ήταν ο εκχριστιανισμός σε πρώτη φάση και ο εξελληνισμός σε δεύτερη. Στο πολυπρισματικό διεθνές σύστημα της μεσαιωνικής εποχής όμως, που κυριαρχούσαν τα στοιχεία της βίαιης ανατροπής και της πολιτιστικής αμφισβήτησης, οι στόχοι της αυτοκρατορίας πέρασαν μέσα από πολλές σκληρές και αναπάντεχες δοκιμασίες. Μέσα από συνθήκες διαρκούς τήξης του status quo, βραχυχρόνιων ζυμώσεων, αντιζηλιών, ανακατατάξεων και επανατοποθετήσεων, η ιδιόμορφη, πολύπλοκη και καλοσχεδιασμένη διπλωματική πρακτική της αυτοκρατορίας, που διατηρούσε σταθερή όλα αυτά τα χρόνια την πολιτική ιδεολογία προς την εκπλήρωση του Βυζαντινού Οικουμενισμού, παρήκμασε και αλλοιώθηκε. Οι εσωτερικοί φόβοι και οι έριδες και το υπερβολικό και αδικαιολόγητο αίσθημα ασφάλειας, προκάλεσαν εσωστρέφεια και εφησυχασμό, επιτρέποντας τη σταδιακή παρείσφρηση ξένων στοιχείων. Η απώλεια ταυτότητας και πολιτικού προσανατολισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν αυτή που την οδήγησε τελικά στην πτώση της.


ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρβανιτόπουλος, Κωνσταντίνος. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική. Αθήνα: Ποιότητα, 2000.

Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ελένη. Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. 3η Έκδοση. Μετ. Τούλα Δρακοπούλου. Αθήνα: Ψυχογιός. 1988.

Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης. "Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών", Βυζαντινά τεύχος 2 (1970) : 37-63.

Κοσμίδης, Δημήτρης. Επιμ. Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας. Αθήνα: Η Καθημερινή, 1997.

Λουγγής, Τηλέμαχος. Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου, De Administrando Imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν), μία μέθοδος ανάλυσης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας, 1990.

Παπασωτηρίου, Χαράλαμπος. Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, 6ος-11ος αιώνας. 3η Έκδοση, Αθήνα: Ποιότητα, 2001.

Τσακτσίρας, Λάμπρος και Ζαχαρίας Ορφανουδάκης και Μάρθα Θεοχάρη. Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Διδακτικών Βιβλίων, χ.χ.

Φιλίππου, Φίλιππος. "Ο βυζαντινός Οικουμενισμός και η ιδέα ανεξαρτησίας του Α' Βουλγαρικού κράτους πριν τον εκχριστιανισμό", Βυζαντινός Δομός τεύχος 5-6 (1991-1992) : 183-188.

Κennedy, Paul. The Rise and Fall of the Great Powers. 2nd Ed. London: Fontana, 1989.

Obolensky, Dimitri. Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία. 2 τόμοι. Θεσσαλονίκη, Βάνιας , 1991.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1  Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, "Η πολιτική θεωρία των Βυζαντινών", Βυζαντινά, τεύχος 2, σελ 70 
2  ο.π.
3  Φιλίππου Φίλιππος, "Ο βυζαντινός Οικουμενισμός και η ιδέα ανεξαρτησίας του Α' Βουλγαρικού κράτους πριν τον
 εκχριστιανισμό", Βυζαντινός Δομός, τεύχος 5-6, σελ 184
4  Βιργίλιος, Αινειάδα, VI, 847-852, ελεύθερη απόδοση, από το βιβλίο: Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή, σελ.67 
5  Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σελ. 20 
6  Fullbright J.W., Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου, Η αμερικανική εξωτερική πολιτική, οπισθόφυλλο
7  Πρόκειται για σύγχρονο Αμερικανό ιστορικό και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Υale.
8  Στο βιβλίο του ο Paul Κennedy, The Rise and Fall of the Great Powers, σελ. 665-698, περιγράφει τις συνέπειες
 της στρατηγικής υπερεπέκτασης των Η.Π.Α. και τις συγκρίνει με άλλες Μεγάλες Δυνάμεις του παρελθόντος.  
9  Για την ακρίβεια η δεύτερη. Είχε προηγηθεί η συσπείρωση όλων των τότε γνωστών δυνάμεων για την αντιμετώπιση των Ούννων,
 το 451 στα Καταλαυνικά Πεδία. 
10 Παπασωτηρίου Χαράλαμπος, Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, σελ 210
11 Οbolensky Dimitri, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, σελ. 123
12 Παπασωτηρίου Χαράλαμπος, Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, σελ 229
13 Γλύκατζη- Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σελ. 34
14 Η επίκληση στην πολιτική του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η στροφή προς την ανατολή, ήταν εν μέρει και αποτέλεσμα
 διπλωματικών χειρισμών της Παπωσύνης. Ο παραγκωνισμένος ως τότε, Πάπας Λέων Γ', κατάφερε, χρησιμοποιώντας ένα έγγραφο, την
 Κωνσταντίνεια Δωρεά και επικαλούμενος τις εντολές του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να διεκδικήσει το δικαίωμα να χρίζει και αυτός
 αυτοκράτορες. Το 1440, αποδείχθηκε ότι το έγγραφο αυτό ήταν πλαστό. Για την Κωνσταντίνεια Δωρεά, βλ. Παπασωτηρίου
 Χαράλαμπος, Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική, σελ. 181 και στις ιστοσελίδες http://www.museumofhoaxes.com/donation.html και
 http://www.fordham.edu/halsall/source/donatconst.html
15 Ελένη Γλύκατζη- Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σελ. 50
16 Λουγγής Τηλέμαχος, Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου, De Administrando Imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν), μία μέθοδος
 ανάλυσης, σελ. 151.
17 Για την πολιτική ιδεολογία της Μακεδονικής Δυναστείας, βλ. Λουγγής Τηλέμαχος,  Κωνσταντίνου Ζ' Πορφυρογέννητου, De
 Administrando Imperio (Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν), μία μέθοδος ανάλυσης
18 Κοσμίδης Δημήτρης (επιμέλεια), Άτλας της Παγκόσμιας Ιστορίας, Η Καθημερινή, σελ. 101
19 Obolensky Dimitri, Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία, σελ. 252
20 Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σελ.54
21 ό.π. σελ. 70-75
22 Για την πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας από το 1054 ως το 1204, βλ. Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η πολιτική
 ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σελ.70-118


Περιεχόμενα